συνδαιτυμόνας

συνδαιτυμόνας
[-ών (-όνος)] ο сотрапезник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συνδαιτυμόνας" в других словарях:

  • συνδαιτυμόνας — ο, η / συνδαιτυμών, όνος, ὁ, ἡ, ΝΑ πρόσωπο που μετέχει σε γεύμα, ομοτράπεζος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δαιτυμών, όνος «ομοτράπεζος» (< δαιτύς «γεύμα»)] …   Dictionary of Greek

  • συνδαιτυμόνας — ο αυτός που παίρνει μέρος σε γεύμα μαζί με άλλους: Στο επίσημο γεύμα θα είναι περιορισμένος ο αριθμός των συνδαιτυμόνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνδαιταλεύς — έως, ὁ, Α συνδαιτυμόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δαιταλεύς «συνδαιτυμόνας»] …   Dictionary of Greek

  • αίσακος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Πρίαμου και της Αρίσβης, σύζυγος της Αστερόπης. Από τον παππού του Μέροπα διδάχτηκε την ονειρομαντεία, με την οποία ερμήνευσε το όνειρο της Εκάβης (που είδε ότι γέννησε δαυλό αναμμένο), όταν ήταν έγκυος στον Πάρη, ως… …   Dictionary of Greek

  • δαιταλεύς — ( έως), ο (Α) 1. αυτός που συντρώγει με κάποιον, ο συνδαιτυμόνας 2. φρ. «ἄκλητος δαιταλεύς» (για τον αϊτό που έτρωγε το συκώτι τού Προμηθέως, Αισχ.) 3. Δαιταλῆς τίτλος κωμωδίας τού Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε ευς που προήλθε από δαίς (… …   Dictionary of Greek

  • ευωχητής — εὐωχητής, ὁ (Α) [ευωχούμαι] συνευωχούμενος, συνδαιτυμόνας, συμπότης …   Dictionary of Greek

  • θοινήτωρ — θοινήτωρ, ορος, ὁ (Α) συμποσιαστής, συνδαιτυμόνας, ευωχούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί θοινάτωρ*] …   Dictionary of Greek

  • ομοτράπεζος — η, ο (ΑΜ ὁμοτράπεζος, ον) αυτός που κάθεται στο ίδιο τραπέζι με άλλον ή με άλλους, συνδαιτυμόνας συνέστιος («ὁμοτράπεζός τέ μοι καὶ ὁμόσπονδος ἐγένεο», Ηρόδ.) αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὁμοτράπεζοι τιμητικός τίτλος ορισμένων μεγιστάνων οι… …   Dictionary of Greek

  • ομόδειπνος — η, ο (ΑΜ ὁμόδειπνος, ον) αυτός που δειπνεί μαζί με άλλους, ομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δεῖπνον (πρβλ. ηδύ δειπνος)] …   Dictionary of Greek

  • ομόκλινος — ὁμόκλινος, ον (Α) αυτός που ξαπλώνει στο ίδιο ανάκλιντρο κοντά στο τραπέζι με έναν άλλο, ομοκλινής*, ομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κλινος (< κλίνη)] …   Dictionary of Greek

  • πάρεδρος — ο, η / πάρεδρος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αναπλητωτής ανώτερου υπαλλήλου ή λειτουργού 2. φρ. α) «πάρεδρος πρωτοδικών» ο πρώτος βαθμός τής ιεραρχίας τών τακτικών δικαστών β) «πάρεδρος Συμβουλίου Επικρατείας» εισηγητής υποθέσεων στο Συμβούλιο Επικρατείας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»